- κοροπλαστική
- η1. η τέχνη τού. κοροπλάστη, η τέχνη τής κατασκευής ειδωλίων και αναγλύφων από πηλό2. ιατρ. η δημιουργία ή η αποκατάσταση τής κόρης τού οφθαλμού σε περίπτωση απλασίας ή απόφραξης, αντίστοιχα, ή ακόμη και η διόρθωση τού σχήματος μιας παραμορφωμένης κόρης ματιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοροπλάστης. Ως όρος τής χειρουργικής αποτελεί αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coreoplasty < coreo- (πρβλ. κόρη) + -plasty (πρβλ. -πλαστία < -πλαστώ < -πλάστης < πλάσσω), που αποδίδεται ως -πλαστική].
Dictionary of Greek. 2013.